αστικό περιβάλλον

αστικό περιβάλλον
Βλ. λ. αστική οικολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Στορμ, Χανς Τέοντορ — (Storm). Γερμανός ποιητής και συγγραφέας (Χούζουμ 1817 – Χάντεμαρσεν 1888). Σπούδασε νομικά στο Κίελο και στο Βερολίνο και συνεργάστηκε με τους αδελφούς Μόμσεν στο Βιβλίο τραγουδιών τριών φίλων (1843) που το ακολουθούν οι Καλοκαιριάτικες ιστορίες …   Dictionary of Greek

  • ιμπρεσιονισμός — Ζωγραφικό κίνημα, που εμφανίστηκε στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και προέβαλε στους καθιερωμένους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής την αξία του δημιουργικού αυθορμητισμού και των άμεσων εντυπώσεων που προκαλούν τα χρώματα ως… …   Dictionary of Greek

  • τογκάτες — οι / τογκάται, αἱ ΝΜ ρωμαϊκές κωμωδίες με αποκλειστικά ρωμαϊκά θέματα, στις οποίες παρουσιάζονταν συνήθως σκηνές οικογενειακών ερίδων σε αστικό περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. togatae (fabulae) (< toga)] …   Dictionary of Greek

  • Βερλέν, Πολ — (Paul Marie Verlaine, Μετς 1844 – Παρίσι 1896). Γάλλος ποιητής. Γιος αξιωματικού του μηχανικού, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε αστικό περιβάλλον. Στο Παρίσι εργάστηκε ως υπάλληλος, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά στο δημαρχείο. Ύστερα …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • Δημουλάς, Άθως — (Αθήνα 1921 – 1985). Ποιητής. Ήταν σύζυγος της ακαδημαϊκού και ποιήτριας Κικής Δημουλά. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός και σταδιοδρόμησε στους ελληνικούς σιδηροδρόμους, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με την ποίηση. Στα γράμματα παρουσιάστηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Μάμφορντ, Λιούις — (Lewis Mumford, Νέα Υόρκη 1895 – 1990). Αμερικανός κοινωνιολόγος, ιστορικός και συγγραφέας έργων πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής κριτικής. Φοίτησε στο γυμνάσιο Στίβεσαντ και κατόπιν στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης, από το οποίο δεν αποφοίτησε ποτέ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”